- ισοκρατικός
- ἰσοκρατικός, -ή, -όν (Α) [Ισοκράτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρήτορα Ισοκράτη2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἰ Ἰσοκρατικοίοι μαθητές και οπαδοί τού Ισοκράτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰσοκρατικός — of Isocrates masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκρατικῶν — Ἰσοκρατικός of Isocrates fem gen pl Ἰσοκρατικός of Isocrates masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκρατικόν — Ἰσοκρατικός of Isocrates masc acc sg Ἰσοκρατικός of Isocrates neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκρατικαί — Ἰσοκρατικός of Isocrates fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκρατικοῖς — Ἰσοκρατικός of Isocrates masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκρατικοί — Ἰσοκρατικός of Isocrates masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκρατικοῦ — Ἰσοκρατικός of Isocrates masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκρατικούς — Ἰσοκρατικός of Isocrates masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκρατική — Ἰσοκρατικός of Isocrates fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκρατικῷ — Ἰσοκρατικός of Isocrates masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)